μαραζιάζω

μαραζιάζω
μαράζιασα, μαραζιασμένος
1. μτβ., μαραίνω, προκαλώ μαρασμό: Η ξενιτιά τον μαράζιασε.
2. αμτβ., μαραίνομαι, λιώνω: Μαράζιασα από νοσταλγία για την πατρίδα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαραζιάζω — [μαράζι] 1. προκαλώ μαράζι 2. υφίσταμαι μαρασμό, μαραίνομαι από μεγάλη στενοχώρια, μαραζώνω 3. (για φυτά και άνθη) χάνω τη θαλερότητά μου, φθίνω, μαραίνομαι, μαραγγιάζω …   Dictionary of Greek

  • ζουριάζω — ιασα, ζουριασμένος, η, ο 1. μτβ., κάνω κάτι ή κάποιον καχεκτικό, τον μαραζιάζω, τον κατσιάζω. 2. αμτβ., γίνομαι ατροφικός (καχεκτικός), μαραζώνω, μαραζιάζω. 3. η μτχ. παθ. πρκ., ζουριασμένος, η, ο καχεκτικός, μαραμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαράζιασμα — το [μαραζιάζω] μαρασμός, μάρανση, μαράζωμα …   Dictionary of Greek

  • μαραίνω — μάρανα, μαράθηκα, μαραμένος 1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη δροσιά του, ξεραίνω: Ο λίβας μάρανε τα σιτηρά. 2. μτφ., κάνω κάτι να χάσει τη φρεσκάδα του, τη ζωντάνια του, μαραζιάζω: Η όμορφη κοπέλα μαράθηκε ύστερα από μια μεγάλη ερωτική απογοήτευση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαραζώνω — μαράζωσα, μαραζωμένος, μαραζιάζω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φθίνω — 1. κλείνω προς το τέλος, βαδίζω προς τη λήξη μου, ελαττώνομαι συνέχεια, τελειώνω, λιγοστεύω. 2. μτφ., μαραίνομαι, πέφτω σε μαρασμό, μαραζιάζω, αργοσβήνω, λιώνω: Η υγεία του φθίνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”