μαραζιάζω — [μαράζι] 1. προκαλώ μαράζι 2. υφίσταμαι μαρασμό, μαραίνομαι από μεγάλη στενοχώρια, μαραζώνω 3. (για φυτά και άνθη) χάνω τη θαλερότητά μου, φθίνω, μαραίνομαι, μαραγγιάζω … Dictionary of Greek
ζουριάζω — ιασα, ζουριασμένος, η, ο 1. μτβ., κάνω κάτι ή κάποιον καχεκτικό, τον μαραζιάζω, τον κατσιάζω. 2. αμτβ., γίνομαι ατροφικός (καχεκτικός), μαραζώνω, μαραζιάζω. 3. η μτχ. παθ. πρκ., ζουριασμένος, η, ο καχεκτικός, μαραμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαράζιασμα — το [μαραζιάζω] μαρασμός, μάρανση, μαράζωμα … Dictionary of Greek
μαραίνω — μάρανα, μαράθηκα, μαραμένος 1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη δροσιά του, ξεραίνω: Ο λίβας μάρανε τα σιτηρά. 2. μτφ., κάνω κάτι να χάσει τη φρεσκάδα του, τη ζωντάνια του, μαραζιάζω: Η όμορφη κοπέλα μαράθηκε ύστερα από μια μεγάλη ερωτική απογοήτευση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαραζώνω — μαράζωσα, μαραζωμένος, μαραζιάζω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φθίνω — 1. κλείνω προς το τέλος, βαδίζω προς τη λήξη μου, ελαττώνομαι συνέχεια, τελειώνω, λιγοστεύω. 2. μτφ., μαραίνομαι, πέφτω σε μαρασμό, μαραζιάζω, αργοσβήνω, λιώνω: Η υγεία του φθίνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)